- σώσανδρον
- σώσανδρονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σώσανδρον — τὸ, Α το ποώδες φυτό δελφίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σῴζω + ἀνήρ, ἀνδρός] … Dictionary of Greek
Σώσανδρον — Σώσανδρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωσάνδρου — σώσανδρον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωσάνδρων — σώσανδρον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώσανδρα — σώσανδρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)